συνειρμικός

συνειρμικός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που αναφέρεται στο συνειρμό: Συνειρμικά ήρθε στο νου του ένα παλιό επεισόδιο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συνειρμικός — ή, ό, Ν [συνειρμός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συνειρμό («συνειρμική παράσταση») 2. φρ. «συνειρμική θεωρία» ο συνειρμισμός. επίρρ... συνειρμικώς και συνειρμικά με συνειρμούς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”